επινόμιον

επινόμιον
(I)
ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νομή]
τα χρήματα που πληρώνονται για τη βοσκή.
————————
(II)
ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νόμος]
τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα.
————————
(III)
ἐπινόμιον και ἐπινόμι και ‘πινόμι(ν) τὸ (Μ) [όνομα]
1. επώνυμο
2. προσωνυμία («ὀνομάζονταν Διγενής... καὶ τοῡτο τὸ ‘πινόμιον τό ‘χειν διὰ μεγάλο», Διγ. Ακρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπινόμιον — payment for pasturage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινομίῳ — ἐπινόμιον payment for pasturage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”